έντριψις

έντριψις
(-εως) η см. εντριβή 1, 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "έντριψις" в других словарях:

  • ἐντρίψει — ἔντριψις rubbing in fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐντρίψεϊ , ἔντριψις rubbing in fem dat sg (epic) ἔντριψις rubbing in fem dat sg (attic ionic) ἐντρί̱ψει , ἐντρίβω rub in aor subj act 3rd sg (epic) ἐντρί̱ψει , ἐντρίβω rub in fut ind mid 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντριψη — ἔντριψις, η (Α) εντριβή, επάλειψη με αλοιφή ή υγρό, μασάζ αρχ. 1. επάλειψη τού προσώπου με ψιμύθιο ή άλλο καλλυντικό 2. η ουσία με την οποία αλείφεται ή τρίβεται κανείς, κυρίως το ψιμύθιο …   Dictionary of Greek

  • ἐντρίψεσι — ἔντριψις rubbing in fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»