έντριψις
Смотреть что такое "έντριψις" в других словарях:
ἐντρίψει — ἔντριψις rubbing in fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐντρίψεϊ , ἔντριψις rubbing in fem dat sg (epic) ἔντριψις rubbing in fem dat sg (attic ionic) ἐντρί̱ψει , ἐντρίβω rub in aor subj act 3rd sg (epic) ἐντρί̱ψει , ἐντρίβω rub in fut ind mid 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έντριψη — ἔντριψις, η (Α) εντριβή, επάλειψη με αλοιφή ή υγρό, μασάζ αρχ. 1. επάλειψη τού προσώπου με ψιμύθιο ή άλλο καλλυντικό 2. η ουσία με την οποία αλείφεται ή τρίβεται κανείς, κυρίως το ψιμύθιο … Dictionary of Greek
ἐντρίψεσι — ἔντριψις rubbing in fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)